Μετάβαση στο περιεχόμενο

intégrité

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.te.ɡʁi.e/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
intégrité intégrités

intégrité (fr) θηλυκό