Μετάβαση στο περιεχόμενο

intérêt

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

intérêt < λατινική interesse

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
intérêt intérêts

intérêt (fr) αρσενικό

  1. το ενδιαφέρον
  2. το συμφέρον
  3. ο τόκος