intéressé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- intéressé < intéresser
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.te.ʁɛ.se/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intéressé | intéressés |
θηλυκό | intéressée | intéressées |
- ενδιαφερόμενος, που ενδιαφέρεται
- Il est intéressé par tout ce qui bouge. - Τον ενδιαφέρει το κάθε τι.
- συμφεροντολογικός
- Une question intéressée.
- (κατ’ επέκταση) εγωιστικός, άπληστος, ιδιοτελής
- Un comportement intéressé.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
intéressé | intéressés |
intéressé (fr)
- (νομικός όρος) άτομο που υπερασπίζεται τα συμφέροντά του
- Le Conseil d'État rend, sur la demande des intéressés, des arrêts sur les pourvois introduits contre les actes et les décisions des fonctionnaires publics et sur certaines contestations électorales ou autres.
- άτομο για το οποίο γίνεται λόγος
- Mais où est l’intéressé ?
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
- αρσενικό της παθητικής μετοχής του ρήματος intéresser