intérim

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: interim

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

intérim (fr) αρσενικό

  • χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι εργασίες που πηγάζουν από μια κενή θέση εκπληρώνονται από κάποιον άλλο