intaglio
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]intaglio (en)
- η εγγλυφή
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
intaglio στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]intaglio (it)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
intaglio | intaglii |
intaglio (it)
- η γλυπτική