integrated
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
integrated < integrate
Επίθετο[επεξεργασία]
- ολοκληρωμένος, συνολικός, συνεκτικός
- συνενωμένος, ως μονάδα