intelligent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός intelligent
συγκριτικός more intelligent
υπερθετικός most intelligent

Επίθετο

[επεξεργασία]

intelligent (en)

  1. έξυπνος
    an intelligent young man - έξυπνος νέος
     συνώνυμα:  astute, bright, brilliant, clever, educated, genius, gifted, intellectual, knowledgable, savvy, sharp, smart και wise
  2. νοήμονας, για ένα ζώο, ένα ον κτλ. που μπορεί να καταλάβει και να μάθει πράγματα
    The astronaut found an intelligent organism.
    Ο αστροναύτης βρήκε έναν νοήμονα οργανισμό.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

intelligent (fr)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]