intelligent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | intelligent |
συγκριτικός | more intelligent |
υπερθετικός | most intelligent |
Επίθετο
[επεξεργασία]intelligent (en)
- έξυπνος
- νοήμονας, για ένα ζώο, ένα ον κτλ. που μπορεί να καταλάβει και να μάθει πράγματα
- ↪ The astronaut found an intelligent organism.
- Ο αστροναύτης βρήκε έναν νοήμονα οργανισμό.
- ↪ The astronaut found an intelligent organism.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]intelligent (fr)