intemporel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- intemporel < λατινική intemporalis
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.tɑ̃.pɔ.ʁɛl/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intemporel | intemporels |
θηλυκό | intemporelle | intemporelles |
intemporel (fr)