intentional
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | intentional |
συγκριτικός | more intentional |
υπερθετικός | most intentional |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
intentional (en)
- που γίνεται με πρόθεση, εκούσιος, εσκεμμένος