Μετάβαση στο περιεχόμενο

intentionally

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός intentionally
συγκριτικός more intentionally
υπερθετικός most intentionally

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
intentionally < intentional + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

intentionally (en)

  • σκόπιμα, επίτηδες, ηθελημένα, που συμβαίνει με τρόπο σχεδιασμένο, όχι τυχαία
      This page is intentionally left blank.
    Αυτή η σελίδα έμεινε σκόπιμα κενή/άγραφη.
      I say/do something intentionally.
    Λέω/κάνω κάτι επίτηδες.
      They’re intentionally ignoring the reality.
    Αγνοούν ηθελημένα την πραγματικότητα.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]