interbatiĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interbatiĝo | interbatiĝoj |
αιτιατική | interbatiĝon | interbatiĝojn |
interbatiĝo (eo)
- ο τσακωμός