intercalaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
intercalaire intercalaires

intercalaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. διαχωριστικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
intercalaire intercalaires

intercalaire (fr) αρσενικό

  1. διαχωριστικό φύλλο (σε αρχείο, κλπ.)