interception

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

interception < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική interception < λατινική interceptio

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɪntɚˈsɛpʃən/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
interception interceptions

interception (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
interception interceptions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

interception (fr) θηλυκό

  1. αναχαίτιση
    Interception un avion, un navire. - Αναχαίτιση ενός αεροπλάνου, ενός πλοίου.
  2. κατακράτηση
    Interception d'une lettre. - Κατακράτηση ενός γράμματος.
  3. σταματώ την πορεία

Συγγενικά[επεξεργασία]