interjection
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- interjection < λατινική interjectio
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɪn.tə.ˈʤɛk.ʃən/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
interjection | interjections |
interjection (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- interjection < λατινική interjectio
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
interjection | interjections |
interjection (fr) θηλυκό
- το επιφώνημα