interleave
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
interleave (en)
- περιπλέκω σφαλματοπροστατευτικά, αναμιγνύω εκσφαλματικά, αναμειγνύω εκσφαλματικά, εκσφαλματαναμιγνύω, εκσφαλματαναμειγνύω, εκσφαλματοπλέκω
- ενθέτω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- interleaving (forward error correction) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- interleaving (σελίδα αποσαφήνισης) στην αγγλική Βικιπαίδεια