interleave

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

interleave (en)

  1. περιπλέκω σφαλματοπροστατευτικά, αναμιγνύω εκσφαλματικά, αναμειγνύω εκσφαλματικά, εκσφαλματαναμιγνύω, εκσφαλματαναμειγνύω, εκσφαλματοπλέκω
  2. ενθέτω

Δείτε επίσης[επεξεργασία]