internist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈɪntɜːnɪst/
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
πρώιμος 20ος αιώνας: internist < internal + -ist
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
(ιατρική)
ενικός αριθμός: internist (en)
πληθυντικός αριθμός: internists (en)
- ο, η παθολόγος