interpause

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό, Επίθετο[επεξεργασία]

  1. παύση, διάλειμμα, παροδική διακοπή
  2. διάπαυση, που προκύπτει κατά την διάρκεια παύσης ή διαλείμματος, -ων