Μετάβαση στο περιεχόμενο

interpellation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
interpellation interpellations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

interpellation (fr) θηλυκό

  1. το κάλεσμα
  2. (πολιτική) η επερώτηση ενός βουλευτή στην κυβέρνηση
  3. η προσωρινή σύλληψη από την αστυνομία υπόπτων προς ανάκριση