interpolation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
interpolation interpolations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

interpolation (fr) θηλυκό

  1. η προσθήκη άσχετων λέξεων, φράσεων, κλπ. σε ένα κείμενο
  2. η παρεμβολή
  3. η προσέγγιση μιας αξίας χάρη σε γειτονικές αξίες, το σύνολό τους αποτελώντας μια σειρά