Μετάβαση στο περιεχόμενο

interpret

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας interpret
γ΄ ενικό ενεστώτα interprets
αόριστος interpreted
παθητική μετοχή interpreted
ενεργητική μετοχή interpreting

interpret (en)

  1. (μεταβατικό) ερμηνεύω, εξηγώ την έννοια του κάτι
      She interpreted a difficult part of the book.
    Ερμήνευσε ένα δύσκολο κομμάτι του βιβλίου.
      The data can be interpreted in many different ways.
    Τα δεδομένα μπορούν να ερμηνευτούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.
  2. (μεταβατικό) ερμηνεύω, αποφασίζω ότι κάτι έχει συγκεκριμένο νόημα και να το καταλάβω με αυτόν τον τρόπο
      This word is interpreted through its context.
    Αυτή η λέξη ερμηνεύεται στο συγκείμενό της.
      We interpreted his silence as refusal.
    Ερμηνεύσαμε τη σιωπή του ως άρνηση.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) διερμηνεύω, μεταφράζω μια γλώσσα σε μια άλλη καθώς ομιλείται
      The interpreter is interpreting the dialogue between the two leaders.
    Ο διερμηνέας διερμηνεύει τον διάλογο μεταξύ των δύο ηγετών.
      Someone was needed to interpret the discussion into Greek.
    Χρειάστηκε κάποιος να διερμηνεύσει τη συζήτηση στα ελληνικά.
      She didn't speak English well, so her children had to interpret.
    Δεν μιλούσε καλά αγγλικά, οπότε τα παιδιά της έπρεπε να διερμηνεύουν.
  4. (μεταβατικό) ερμηνεύω, εκτελώ ένα μουσικό κομμάτι ή αποδίδω ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό ρόλο
      He successfully interpreted Sophocles' Oedipus.
    Ερμήνευσε με επιτυχία τον Οιδίποδα του Σοφοκλή.
      She interpreted the role with a lot of humor.
    Ερμήνευσε τον ρόλο με πολύ χιούμορ.

Συγγενικά

[επεξεργασία]