interprofessionnel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
interprofessionnel < inter- + professionnel
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | interprofessionnel | interprofessionnels |
θηλυκό | interprofessionnelle | interprofessionnelles |
interprofessionnel (fr) αρσενικό