interrete
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- interrete < inter- + rete (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική internet)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
interrete ουδέτερο
- (νεολατινικά, πληροφορική) το διαδίκτυο