interrupt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | interrupt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | interrupts |
αόριστος | interrupted |
παθητική μετοχή | interrupted |
ενεργητική μετοχή | interrupting |
Ρήμα
[επεξεργασία]interrupt (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διακόπτω κάποιον όταν μιλάει
- (μεταβατικό) διακόπτω κάτι για λίγο
- ⮡ Traffic on the national road was interrupted.
- Διακόπηκε η κυκλοφορία στην εθνική οδό.
- ⮡ Traffic on the national road was interrupted.
- (μεταβατικό) κόβω τη θέα
- ⮡ These trees interrupt the view.
- Αυτά τα δέντρα κόβουν τη θέα.
- ⮡ These trees interrupt the view.