interstitiel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.tɛʁ.sti.sjɛl/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | interstitiel | interstitiels |
θηλυκό | interstitielle | interstitielles |
interstitiel (fr) αρσενικό
- διάμεσος, που βρίσκεται μεταξύ των πραγμάτων