intertwined

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

intertwined (en)

  1. πλεγμένος με κάποιον άλλον, συνυφασμένος
    intertwined threads of cotton
    the lovers' limbs were intertwined.