intertwined
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
intertwined (en)
- πλεγμένος με κάποιον άλλον, συνυφασμένος
- intertwined threads of cotton
- the lovers' limbs were intertwined.