intimé
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | intimé | intimés |
| θηλυκό | intimée | intimées |
intimé (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | intimé | intimés |
| θηλυκό | intimée | intimées |
intimé (fr)
- (νομικός όρος) ο κατηγορούμενος (σε πρωτοδικείο