intimé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intimé | intimés |
θηλυκό | intimée | intimées |
intimé (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intimé | intimés |
θηλυκό | intimée | intimées |
intimé (fr)
- (νομικός όρος) ο κατηγορούμενος (σε πρωτοδικείο