Μετάβαση στο περιεχόμενο

intimidate

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας intimidate
γ΄ ενικό ενεστώτα intimidates
αόριστος intimidated
παθητική μετοχή intimidated
ενεργητική μετοχή intimidating

intimidate (en)

  • πτοώ, εκφοβίζω, καταπτοώ, τρομάζω ή απειλώ ​​κάποιον για να κάνει αυτό που θέλω
      Don't try to intimidate me with threats.
    Μην προσπαθείς να με πτοήσεις με απειλές.
      The voices of the hecklers did not intimidate the speaker.
    Οι φωνές των εγκαθέτων δεν πτόησαν τον ομιλητή.
      He tried to intimidate us with insults and threats.
    Προσπάθησε να μας εκφοβίσει με ύβρεις και απειλές.

Συγγενικά

[επεξεργασία]