Μετάβαση στο περιεχόμενο

intimidated

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός intimidated
συγκριτικός more intimidated
υπερθετικός most intimidated

intimidated (en)

  • πτοημένος, που πτοείται
      He seemed intimidated by the difficulty of the task.
    Έδειχνε πτοημένος από τη δυσκολία του έργου.
      The students were intimidated by the principal’s stern demeanor.
    Οι μαθητές ήταν πτοημένοι από την αυστηρή στάση του διευθυντή.
      He is not a man who gets intimidated by difficulties.
    Δεν είναι άνθρωπος να πτοηθεί από δυσκολίες.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

intimidated (en)