intolérance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
intolérance | intolérances |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]intolérance (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η έλλειψη ανεκτικότητας
- η αδιαλλαξία, η μισαλλοδοξία
- (ιατρική) υπερβολική αντίδραση του οργανισμού σε ένα φάρμακο ή κάποια ουσία, δυσανεξία