Μετάβαση στο περιεχόμενο

intonation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
intonation intonations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

intonation (fr) θηλυκό

  1. ο τόνος της φωνής
  2. (λειτουργία) αρχικό μέρος μιας ψαλμωδίας στο γρηγοριανό άσμα