intonation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
intonation | intonations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
intonation (fr) θηλυκό
- ο τόνος της φωνής
- (λειτουργία) αρχικό μέρος μιας ψαλμωδίας στο γρηγοριανό άσμα