intrépidité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
intrépidité | intrépidités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
intrépidité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
intrépidité | intrépidités |
intrépidité (fr) θηλυκό