intractable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
intractable (en)
- ανυπάκουος
- (μαθηματικά) ανεπιλύσιμος, μη επιλύσιμος
- (όχι δυσεπίλυτος: hard to solve, difficult, troublesome)