intractable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

intractable (en)

  1. ανυπάκουος
  2. (μαθηματικά) ανεπιλύσιμος, μη επιλύσιμος
    (όχι δυσεπίλυτος: hard to solve, difficult, troublesome)

Συγγενικά[επεξεργασία]