intradermique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.tʁɑ.dɛʁ.mik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
intradermique | intradermiques |
intradermique (fr) αρσενικό ή θηλυκό