intraveineux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.tʁa.vɛ.nø/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intraveineux | intraveineux |
θηλυκό | intraveineuse | intraveineuses |
intraveineux (fr) αρσενικό