intricacy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός αριθμός: intricacy (en)
πληθυντικός αριθμός: intricacies (en)
- η πολυπλοκότητα
- οι δομικές μικρολεπτομέρειες, οι επιμέρους συνθέτες αλληλεπιδράσεις