intricacy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ενικός αριθμός: intricacy (en)
πληθυντικός αριθμός: intricacies (en)

  • η πολυπλοκότητα
  • οι δομικές μικρολεπτομέρειες, οι επιμέρους συνθέτες αλληλεπιδράσεις