intriguing
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία en
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]/ɪnˈtriːgɪŋ/
Επίθετο
[επεξεργασία]intriguing
- που κινεί το ενδιαφέρον
- ο ενδιαφέρων, η ενδιαφέρουσα, το ενδιαφέρον
- (μεταφορικά) συναρπαστικός