intrinsèque
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
intrinsèque | intrinsèques |
intrinsèque (fr) αρσενικό ή θηλυκό