Μετάβαση στο περιεχόμενο

intrinsèque

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
intrinsèque intrinsèques

Επίθετο

[επεξεργασία]

intrinsèque (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. συμφυής, που αποτελεί μέρος αυτού για το οποίο γίνεται λόγος
  2. εγγενής

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]