introspection
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɪntɹəˈspɛkʃən/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
introspection (en)
- (ψυχολογία) ενδοσκόπηση
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) σύντμηση του type introspection
- δείτε επίσης: Type introspection στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- introspection στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
introspection | introspections |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
introspection (fr) θηλυκό