intruder
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| intruder | intruders |
intruder (en)
- ο εισβολέας, άτομο που εισέρχεται παράνομα σε κτίριο ή χώρο
An intruder broke into their house.
- Ένας εισβολέας διέρρηξε το σπίτι τους.
- ο παρείσακτος, άτομο που βρίσκεται κάπου όπου δεν είναι επιθυμητό
The people in the room seemed to regard her as an unwelcome intruder.
- Οι άνθρωποι στην αίθουσα φαινόταν να τη θεωρούν ως ανεπιθύμητη παρείσακη.