Μετάβαση στο περιεχόμενο

intruder

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
intruder < intrude + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
intruder intruders

intruder (en)

  1. ο εισβολέας, άτομο που εισέρχεται παράνομα σε κτίριο ή χώρο
    παράδειγμα  An intruder broke into their house.
    Ένας εισβολέας διέρρηξε το σπίτι τους.
  2. ο παρείσακτος, άτομο που βρίσκεται κάπου όπου δεν είναι επιθυμητό
    παράδειγμα  The people in the room seemed to regard her as an unwelcome intruder.
    Οι άνθρωποι στην αίθουσα φαινόταν να τη θεωρούν ως ανεπιθύμητη παρείσακη.