intuitive
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | intuitive |
συγκριτικός | more intuitive |
υπερθετικός | most intuitive |
Επίθετο
[επεξεργασία]intuitive (en)
- διαισθητικός, οι ιδέες που απέκτησα με τα συναισθήματά μου και όχι με την εξέταση των γεγονότων
- ⮡ intuitive knowledge - διαισθητική γνώση
- διαισθητικός, αυτός που λειτουργεί με την διαίσθηση
- ⮡ He’s the intuitive type./He’s an intuitive guy.
- Είναι διαισθητικός τύπος.
- ⮡ He’s the intuitive type./He’s an intuitive guy.
- (πληροφορική) αυτονόητος, ευκολονόητος
- ⮡ the UI is clean and intuitive - η διεπαφή χρήστη είναι διαυγής και ευκολονόητη
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη intuition