inusité
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.ny.zi.te/
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inusité | inusités |
θηλυκό | inusitée | inusitées |
inusité (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inusité | inusités |
θηλυκό | inusitée | inusitées |
inusité (fr) αρσενικό