investigation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
investigation | investigations |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- investigation < investigate + -ion
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɪnˌvɛstəˈɡeɪʃən/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]investigation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η έρευνα, η διερεύνηση, επίσημη εξέταση των γεγονότων για μια κατάσταση, έγκλημα κτλ.
- ⮡ The investigations blew the lid off the financial scandals.
- Οι έρευνες ξεσκέπασαν τα οικονομικά σκάνδαλα.
- ⮡ The matter is under investigation.
- Το θέμα είναι υπό έρευνα.
- ⮡ a preliminary investigation - μια προκαταρκτική διερεύνηση
- ⮡ Investigation into this matter will take time.
- Η εξέταση αυτής της υπόθεσης θα πάρει χρόνο.
- ⮡ The investigations blew the lid off the financial scandals.
- η έρευνα, μια επιστημονική ή ακαδημαϊκή εξέταση των γεγονότων ενός θέματος ή ενός προβλήματος
- ⮡ Further investigation revealed a flaw in this theory.
- Περαιτέρω έρευνα αποκάλυψε ένα ελάττωμα σε αυτή τη θεωρία.
- ⮡ Further investigation revealed a flaw in this theory.
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]investigation (fr) θηλυκό
- η έρευνα
- η διερεύνηση
- η εξερεύνηση