investigation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɪnˌvɛstəˈɡeɪʃən/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
investigation (en)
- η έρευνα
- η διερεύνηση
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
investigation στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
investigation (fr) θηλυκό
- η έρευνα
- η διερεύνηση
- η εξερεύνηση