investigatively
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- investigatively < investigative + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
investigatively (en) (χωρίς παραθετικά)
- ερευνητικά
- ↪ She looked at him for a long time investigatively.
- Τον κοίταζε πολύ ώρα ερευνητικά.
- ≈ συνώνυμα: searchingly
- ↪ She looked at him for a long time investigatively.