investigo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

investigo < in + vestigo

Ρήμα[επεξεργασία]

investigo (la) (investīgō1, investīgāvī, investīgātum, investīgāre)

Κλίση[επεξεργασία]