investissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
investissement | investissements |
investissement (fr) αρσενικό
- (οικονομία) η επένδυση
- η περικύκλωση
- η προσήλωση, η αφοσίωση