investiture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
investiture | investitures |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
investiture (fr) θηλυκό
- η ανακήρυξη κάποιου που κέρδισε κάποια θέση μετά από διαγωνισμό, εκλογές, κ.α.ή χρίσμα άρχοντα
- τελετουργικό χρίσμα