Μετάβαση στο περιεχόμενο

investiture

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
investiture investitures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

investiture (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]