inviolable
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]inviolable (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
inviolable | inviolables |
Επίθετο
[επεξεργασία]inviolable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
inviolable (en)
ενικός | πληθυντικός |
inviolable | inviolables |
inviolable (fr) αρσενικό ή θηλυκό