Μετάβαση στο περιεχόμενο

inviolable

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

inviolable (en)

      ενικός         πληθυντικός  
inviolable inviolables

Επίθετο

[επεξεργασία]

inviolable (fr) αρσενικό ή θηλυκό