ionosphérique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ionosphérique < ionosphère
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ionosphérique | ionosphériques |
ionosphérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με την ιονόσφαιρα