irradiateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- irradiateur < irradiation
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
irradiateur | irradiateurs |
irradiateur (fr) αρσενικό
- συσκευή που παράγει ακτινοβολίες
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη irradier