Μετάβαση στο περιεχόμενο

irregularly

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
irregularly < irregular

Επίρρημα

[επεξεργασία]

irregularly (en)

  1. (γραμματική) ανώμαλα
    there are regularly and irregularly declined nouns - υπάρχουν ουσιαστικά που κλίνονται ομαλά και (άλλα που κλίνονται) ανώμαλα
     αντώνυμα: regularly